τίται

τίται
τίτας
avenging
masc nom/voc pl
τίτᾱͅ , τίτας
avenging
masc dat sg (doric aeolic)
τίτης
masc nom/voc pl
τίτᾱͅ , τίτης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ламберо — Село Ламберо греч. Λαμπερό Страна Греция …   Википедия

  • τίτας — ὁ, Α [τίνω] (δωρ. τ.) 1. τιμωρός, εκδικητής («τίτας φόνος», Αισχύλ.) 2. (στην Γορτυνία) άρχων που ασκούσε δικαστική εξουσία στους υπόλοιπους άρχοντες 5. (κατά τον Ησύχ.) «τίται εὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”